- ὀλύρα
- ὀλύ̱ρᾱ , ὄλυραrice-wheatfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… … Dictionary of Greek
ὄλυρα — ὄλῡρα , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολύρινος — ὀλύρινος, η, ον (Α) [όλυρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όλυρα* 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από όλυρα («ἄρτος ὀλύρινος», Γαλ.) … Dictionary of Greek
ολυρίδιον — ὀλυρίδιον, τὸ (Α) [όλυρα] υποκορ. τού όλυρα* … Dictionary of Greek
ολυρόκριθον — ὀλυρόκριθον, τὸ, ή ὀλυρόκριθος, ὁ (Α) μίγμα από όλυρα* και κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + κριθή] … Dictionary of Greek
ὀλύρας — ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem acc pl ὀλύ̱ρᾱς , ὄλυρα rice wheat fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пырей — I пырей род. п. ея I растение Triticum rереns , укр. пирiй, перiй пырей , блр. пырнiк – то же, русск. цслав. пыро ὄλυρα, κέγχρος, болг. пирей пырей (Младенов 423), сербохорв. пи̏р м. полба , словен. рȋr м., pira ж. полба , чеш. pyr, pyř пырей … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Triticum dicoccum — Triticum dicoccum … Wikipedia Español
пыро — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ὄλυρα) горох (Иез. 4, 9), пшеница, мука … Словарь церковнославянского языка
εργοτισμός — Ασθένεια γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα. Προκαλείται από μια ουσία, την εργοτίνη (βλ. λ.). Η ουσία αυτή παράγεται από έναν μύκητα και προκαλεί ανωμαλίες στο κυκλοφορικό σύστημα με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γάγγραινας.… … Dictionary of Greek